ζαφύρι
Смотреть что такое "ζαφύρι" в других словарях:
ζεφύρι — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 8.860 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται κοντά στις Aχαρνές. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. * * * και ζαφύρι, το 1. είδος λεπτού υφάσματος από νήματα διαφόρων χρωμάτων που έχει… … Dictionary of Greek